- ἀκριβολογοῦμαι
- ἀκρῑβολογοῦμαι , ἀκριβολογέομαιto be exactpres ind mid 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακριβολογούμαι — ἀκριβολογοῡμαι (AM) βλ. ακριβολογώ … Dictionary of Greek
ακριβολογώ — ( έω) (AM ἀκριβολογοῡμαι) 1. μιλώ, εκφράζομαι με ακρίβεια, κυριολεκτώ 2. εξετάζω, ερευνώ με ακρίβεια και συνέπεια αρχ. σταθμίζω, ζυγίζω με ακρίβεια, με αυστηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβολόγος. ΠΑΡ. μσν. ἀκριβολόγησις νεοελλ. ακριβολόγημα] … Dictionary of Greek
ακριβολόγος — ο, η (Α ἀκριβολόγος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που εκφράζεται με σαφήνεια, με ακρίβεια, που κυριολεκτεί 2. αυτός που ο λόγος του χαρακτηρίζεται από συνέπεια, ενάργεια και ορθότητα αρχ. αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ՍՏՈՒԳԱԲԱՆԵՄ — (եցի.) NBH 2 0752 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ն. ἁκριβολογούμαι accurate loquor, minutatim recenseo. Ստոյգ եւ ճշգրիւ խօսել՝ ճառել. ճշդել զբանն. մանրախուզիւ քննել՝ խտրել. *Յաղագս տեղւոյն ստուգաբանէին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)